-
1 προφορά
προφορά̱, προφοράpronunciation: fem nom /voc /acc dualπροφορά̱, προφοράpronunciation: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 προφορά
-
3 προφορᾷ
-
4 προφορα
ἥ1) произнесение(φωνῶν Sext.)
ὅ ἐν προνορᾷ λόγος Plut. — речь, выраженная словами2) упрек, порицание(ἄξιος ὀνείδους καὴ προφορᾶς Polyb.)
-
5 προφορά
η произношение, акцент;με ξενική ( — или ξενίζουσα) προφορά — с иностранным акцентом
-
6 προφορά
A pronunciation, utterance, D.H.Dem.22, Ph. 1.50;λέξις καὶ π. Plu.2.41a
;π. καὶ γραφῇ Phld.Rh.1.159S.
; τῶν φωνῶν, τοῦ λόγου, S.E.P.1.15, 203;ῥημάτων Hdn.1.8.6
; ὁ κατὰ προφορὰν λόγος, ἐν προφορᾷ λόγος,= ὁ προφορικὸς λ., Ph.1.232, Plu.2.777b.II 'procession', going forth, Plot.2.9.1;π. καὶ ἐνέργεια Id.4.3.2
.IV public reproach, rebuke, Plb.9.33.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προφορά
-
7 προφορά
[профора] ουσ. Θ. произношение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προφορά
-
8 προφορά
[профора] ουσ θ произношение. -
9 προφορά
-
10 προφορά
1) accent2) prononciation -
11 προφορά
1) akcent (m) rzecz.2) nacisk (m) rzecz.3) przycisk (m) rzecz.4) wymowa (f) rzecz. -
12 προφορά
1) akcent2) důraz3) přízvuk4) výslovnost -
13 προφορά
accentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προφορά
-
14 κατα την προφορά ..
при изговорот...Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κατα την προφορά ..
-
15 προφοράν
προφορά̱ν, προφοράpronunciation: fem acc sg (attic doric aeolic) -
16 προφοράς
προφορά̱ς, προφοράpronunciation: fem acc pl -
17 προφοραί
προφοράpronunciation: fem nom /voc pl -
18 söyleyiş
προφορά, άρθρωση -
19 telaffüz
προφορά, άρθρωση, εκφορά του λάγου -
20 prononciation
προφορά
См. также в других словарях:
προφορά — προφορά̱ , προφορά pronunciation fem nom/voc/acc dual προφορά̱ , προφορά pronunciation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορᾷ — προφορά pronunciation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορά — η, ΝΜΑ [προφέρω] ο τρόπος που προφέρει, που εκφωνεί κανείς φθόγγους, λέξεις ή φράσεις, η άρθρωση φθόγγων, λέξεων, φράσεων (α. «έχει ξενική προφορά» β. «φωτὶ γὰρ πρὸς φῶς... οὐδεμία, οὔτε κατὰ τὴν προφοράν, οὔτε κατ αὐτὴν τὴν ἔννoιαν, ἔστι… … Dictionary of Greek
προφορά — η η ενέργεια του προφέρω, η άρθρωση, ο τρόπος που προφέρει κανείς: Έχει ξενική προφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προφοράν — προφορά̱ν , προφορά pronunciation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφοράς — προφορά̱ς , προφορά pronunciation fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφοραῖς — προφορά pronunciation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφοραί — προφορά pronunciation fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορᾶς — προφορά pronunciation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορῶν — προφορά pronunciation fem gen pl προφορέομαι carry on the web by passing the weft to and fro pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Έρασμος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο ιερομάρτυς. Καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Τον συνέλαβαν μετά από διαταγή του Μαξιμιανού (286 305) στην Αχρίδα. Αργότερα, αφού ελευθερώθηκε, πέθανε στη Χερμελία της Αχρίδας. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek